- μετάνοια
- Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα επτά μυστήρια. Με την τέλεσή του ο Θεός παρέχει, μέσω του ιερέα, άφεση των, μετά το βάπτισμα, αμαρτιών σε εκείνους που μετανοούν ειλικρινά και εξομολογούνται ελεύθερα και αβίαστα όλα τα αμαρτήματά τους. Ανάλογα με το ένα ή το άλλο ουσιαστικό μέρος του, το μυστήριο ονομάζεται και εξομολόγηση ή εξαγόρευση. Στον αρχαίο χριστιανισμό η μ. είχε συλλογική μορφή, η εξομολόγηση δηλαδή των αμαρτιών πραγματοποιείτο μπροστά στην κοινότητα· η πρακτική της ατομικής εξομολόγησης επεκράτησε μόνο κατά τον 4o - 5o αι. Το μυστήριο της μ. δεν είναι αποδεκτό ούτε από τις προτεσταντικές Εκκλησίες ούτε από την αγγλικανική.
* * *η (ΑΜ μετάνοια, Α και μετάγνοια) [μετανοώ]1. μεταβολή γνώμης ή ειλημμένης απόφασης2. η συναίσθηση τού κακού ή τού σφάλματος ή τού αμαρτήματος που διέπραξε κάποιος και η ειλικρινής μεταμέλεια για αυτό, καθώς και η επίκληση για συγχώρεση (α. «η μετάνοια εξαγνίζει τον άνθρωπο» β. «οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλ' ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν», ΚΔ)νεοελλ.1. φρ. α) «έμπρακτη μετάνοια»(ποιν. δίκ.) έγκαιρη ενέργεια κάποιου, η οποία ακολουθεί την τέλεση ενός εγκλήματος και έχει, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη τού νόμου, ως συνέπεια την εξάλειψη τής ποινικής αξίωσης τής πολιτείαςβ) «μού κάνει μετάνοιες» — μέ παρακαλεί ταπεινά, μέ ικετεύει2. παροιμ. α) «κατά τα πόδια πό 'χουμε για μετάνοιες είμαστε» — λέγεται για άτομα που δεν έχουν αυτογνωσίαβ) «και τού κόκορα μετάνοιες και τις κότες προσκυνώ» — λέγεται για ευτελείς κόλακεςνεοελλ.-μσν.1. προσκύνηση κάποιου με εδαφιαία κλίση τής κεφαλής και με γονυκλισία ως εκδήλωση μεταμέλειας και λατρευτικού σεβασμού2. φρ. «κά(μ)νω μετάνοια(ν)» ή «ποιῶ μετάνοιαν» — υποκλίνομαιμσν.1. το μυστήριο τής θείας εξομολόγησης2. φρ. α) «μετανοίας οἶκος» ή, απλώς, «μετάνοια» — οίκος που χρησίμευε για περισυλλογή και εξάγνιση τών παραστρατημένων γυναικών.
Dictionary of Greek. 2013.